υποτιμητής

υποτιμητής
ο
αυτός που υποβιβάζει τις τιμές (την αξία) των πραγμάτων (εμπορευμάτων, χρεογράφων κτλ.): Υποτιμητές του συναλλάγματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑποτιμητής — subcensor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτιμητής — ο / ὑποτιμητής, ΝΑ [ὑποτιμῶ] νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στην υποτίμηση τής αξίας («υποτιμητές τού συναλλάγματος») 2. αυτός που επιδιώκει τη μείωση τών χρηματιστηριακών αξιών με πωλήσεις ή αθρόα προσφορά τίτλων αρχ. (στην αρχ. Ρώμη) ο βοηθός… …   Dictionary of Greek

  • ὑποτιμητοῦ — ὑποτιμητής subcensor masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”